- κρούσω
- κρούωstrikeaor subj act 1st sgκρούωstrikefut ind act 1st sgκρούωstrikeaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
Μαυροβούνι — I Ονομασία βουνών ή κορυφών. 1. Βουνό (υψόμ. 1.179 μ.) της Κεντρικής Μακεδονίας, στα σύνορα των νομών Κιλκίς και Σερρών. Αποτελεί προέκταση του όρους Δυσώρου (Κρούσω). 2. Βουνό (υψόμ. 1.695 μ.) της Κορινθίας, ανάμεσα στον Φενεό και τη Στυμφαλία,… … Dictionary of Greek
kreu-3, krou-s- — kreu 3, krou s English meaning: to push, hit, break Deutsche Übersetzung: ‘stoßen, schlagen, zerschlagen, brechen” Material: The unadjusted root perhaps in O.H.G. (h)riuwan “afflict, sadden, verdrießen”, Ger. reuen, O.E. hrēowan… … Proto-Indo-European etymological dictionary